- κρίνος
- Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής φυλλοφόρος βλαστός, με επιμήκη κυρίως φύλλα και πολύ μεγάλα, καμπανοειδή, χωνοειδή, καταπίπτοντα ή σχεδόν όρθια άνθη, τα οποία βρίσκονται μονήρη ή κατά βραχείς επάκριους βότρυς στην κορυφή του βλαστού.
Τα είδη του γένους είναι πάρα πολλά και μεταξύ αυτών αρκετά είναι καλλωπιστικά. Χαρακτηριστικοί αντιπρόσωποι είναι το Lilium tigrinum, με πορτοκαλί άνθη ποικιλμένα με σκούρα πορφυρά στίγματα, το οποίο είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό σε ιούς που μπορεί να καταστρέψουν τις υπόλοιπες ποικιλίες κ., το Lilium auratum, με πολύ εύοσμα λευκά άνθη, που φέρουν κόκκινα στίγματα και κίτρινες γραμμές κ.ά. Τα είδη αυτά κατάγονται από τη νότια Ευρώπη και την ανατολική Ασία και καλλιεργούνται στους κήπους ως καλλωπιστικά. Η ανθοκομία έχει πετύχει με τις διασταυρώσεις εκατοντάδες υβρίδια και εντυπωσιακές ποικιλίες. Εξάλλου, ορισμένα πολλαπλασιάζονται εύκολα με τα πολυάριθμα βολβίδια που αναπτύσσονται στις μασχάλες των φύλλων.
Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει και τα ακόλουθα είδη, τα οποία αναπτύσσονται συνήθως σε ημισκιερές και δασοσκεπείς θέσεις των ελληνικών βουνών: λίλιο το αλβανικό, με χρυσοκίτρινα άνθη, λίλιο το χαλκηδονικό, με χρυσοκίτρινα άνθη, λίλιο το χελδραίχειο και λίλιο το μάρταγο, με ροδοϊώδη άνθη στικτά εσωτερικά, χνουδωτά εξωτερικά και με οσμή μελιού. Οι βολβοί του τελευταίου είναι πλούσιοι σε άμυλο και τρώγονται από πολλούς λαούς της ανατολικής Ασίας, όπως επίσης και οι βολβοί του Lilium tigrinum. Ένα άλλο είδος της ελληνικής χλωρίδας είναι το λίλιο το πάλλευκο, γνωστό με την κοινή ονομασία κ. της Παναγίας, το οποίο, εκτός από την Ελλάδα, φύεται και στη Μικρά Ασία, στον Λίβανο και στην Παλαιστίνη. Πρόκειται για ωραίο φυτό με κάτασπρα, όρθια άνθη με λεπτό άρωμα, που εμφανίζονται κατά ταξιανθίες στον ίδιο μικρό ποδίσκο. Το φυτό αυτό είναι ένα από τα πρώτα που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαιότητα για διακοσμητικούς σκοπούς. Οι αρχαίοι Έλληνες, που το ονόμαζαν λείριο, το είχαν αφιερώσει στην Ήρα και πίστευαν ότι είχε βλαστήσει από μια σταγόνα γάλα των μαστών της θεάς. Στην Κρήτη υπάρχουν διάφορες απεικονίσεις του κ. σε αγγεία και τοιχογραφίες, που μαρτυρούν ότι το φυτό ήταν γνωστό από το 1700 π.Χ. Οι απεικονίσεις μάλιστα αυτές δεν ήταν διακοσμητικές αλλά συμβόλιζαν το ίδιο το νησί. Στην Ιλιάδα αναφέρεται ότι ο Αίας ήταν σαν το λείριο. Μνημονεύεται επίσης συχνά στην Παλαιά Διαθήκη, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι σε πολλούς λαούς είχε και θρησκευτικό χαρακτήρα. Η ονομασία του σωσανά ήταν κοινή στους Σημίτες, στους Αιγυπτίους (απεικονίσεις του φυτού υπάρχουν στην Ασσυρία από το 900 π.Χ.). Οι Εβραίοι και οι πρώτοι χριστιανοί διακοσμούσαν τους ναούς και τους βωμούς στις γιορτές τους με κ. Όταν καταστράφηκε ο ναός του Σολομώντα και οι Εβραίοι υποδουλώθηκαν στους Ρωμαίους, το κ. θεωρήθηκε σύμβολο του ιουδαϊσμού, γι’ αυτό και ήταν το προσφιλέστερο άνθος των Εβραίων, όπως και των Μινωιτών στην αρχαία Κρήτη. Με την επικράτηση του χριστιανισμού, η νέα θρησκεία αφιέρωσε το κ. στη Θεοτόκο, γιατί το θεώρησε σύμβολο της αγνότητας και της καθαρότητας. Ακριβώς γι’ αυτό, πολλοί ζωγραφικοί πίνακες, εμπνευσμένοι από την Καινή Διαθήκη εικονίζουν την Παναγία τη στιγμή που ο αρχάγγελος Γαβριήλ τής προσφέρει έναν κ., σύμβολο της άσπιλης σύλληψης.
άγριος κ. Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά διάφορα φυτά, με κυριότερο τον ερμαδάκτυλο τον κονδυλόρριζο της οικογένειας των ιριδιδών. Πρόκειται για κονδυλόρριζη πόα, ύψους 20-50 εκ., με γραμμοειδή και τετραγωνικά φύλλα. Τα άνθη του είναι κιτρινοκαστανά και ο καρπός του κάψα.
Άγριος κ. θεωρείται και το ορνιθόγαλο το πυρηναϊκό (βλ. λ. ορνιθόγαλο) της οικογένειας των λιλιιδών. Είναι πολυετής πόα, ύψους 50 εκ. έως 1 μ., με ωοειδή βολβό και απλωτά, γραμμοειδή και πλατιά φύλλα. Ανθεί από τον Μάιο έως τον Ιούλιο. Φυτρώνει σε βοσκότοπους και σε δάση της δυτικής Πελοποννήσου και των Ιονίων. Ευδοκιμεί επίσης στην κεντρική και νότια Ευρώπη, στη δυτική Ασία και στο Μαρόκο.
Το άγριο κ., το γνωστό και ως μούσκαρι το ειδικό (βλ. λ. μούσκαρι), ανήκει επίσης στην οικογένεια των λιλιιδών. Ένα άλλο είδος, η στερνβεργία η κίτρινη ανήκει στην οικογένεια των αμαρυλλιδών.
Από τα διάφορα είδη άγριων κ. χαρακτηριστικό είναι το γνωστό με την επιστημονική ονομασία ίρις η γερμανική της οικογένειας των ιριδιδών (βλ. λ.). Πρόκειται για πολυετή πόα, με παχύ και σαρκώδες ρίζωμα και διακλαδιζόμενο βλαστό, ύψους έως 80 εκ., με πλατιά φύλλα σαν σπαθιά. Έχει κυανοϊώδη άνθη, τοποθετημένα ανά 2-3 στην κορυφή του βλαστού. Είναι καλλωπιστικό είδος, περιζήτητο για τα άνθη του. Φύεται σε όλη την Ελλάδα, καθώς και στην κεντρική και νότια Ευρώπη και στη δυτική Αφρική. Το ρίζωμά του είναι φαρμακευτικό. Νωπό είναι δυνατό καθαρτικό και εμετικό, ενώ ξερό έχει, σε μικρές δόσεις, δράση διουρητικού και τονωτικού φαρμάκου. Ένα άλλο είδος, η ίρις η φλωρεντινή της οικογένειας των ιριδιδών, είναι πολυετής πόα, με παχύ ρίζωμα με άρωμα βιολέτας και βλαστό ύψους 40-70 εκ. Έχει φύλλα σαν σπαθιά και μεγάλα, λευκά ή ανοιχτά μπλε άνθη, ενώ αποτελεί καλλιεργήσιμο είδος. Ευδοκιμεί σε όλη την Ελλάδα και χρησιμοποιείται με πολλούς τρόπους, όπως για τον αρωματισμό σκόνης προσώπου (πούδρα) και για αρωματικό της αναπνοής. Καλλιεργείται σε πολλά μέρη, ωστόσο άριστη ποιοτική και ποσοτική παραγωγή επιτυγχάνεται σε πετρώδη, ορεινά και επικλινή εδάφη, αρκεί το υπέδαφος να μην είναι συμπαγές και να συγκρατεί το νερό της βροχής, χωρίς ταυτόχρονα να είναι εντελώς πορώδες ή αμμώδες, γιατί με τις συνθήκες αυτές το ρίζωμα δεν αποκτά το επιθυμητό άρωμα. Κυρίως πρέπει να αποφεύγονται τα πλούσια εδάφη. Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα ριζωμάτων. Ένα τρίτο είδος, η ίρις το σισυρίγγιο της οικογένειας των ιριδιδών, είναι πολυετής πόα, ύψους 20-50 εκ., με βολβό σαν ρίζα και γραμμοειδή και αυλακοειδή φύλλα σαν δρεπάνια, πολύ μακρύτερα από τον βλαστό. Τα άνθη της είναι μπλε και ο καρπός της τρίχωρη κάψα. Το είδος αυτό είναι κοινό σε πετρώδεις, χέρσους τόπους σε όλη την Ελλάδα. Τέλος, η ίρις η ψευδάκορος της οικογένειας των ιριδιδών είναι πολυετής πόα, ύψους έως 1 μ., με παχύ ρίζωμα. Τα φύλλα της φτάνουν μέχρι την κορυφή του βλαστού και τα άνθη της είναι κίτρινα, χωρίς μυρωδιά. Φυτρώνει σε ελώδεις περιοχές, σε όλη την Ελλάδα, όπως επίσης στην Ευρώπη, στη δυτική Ασία και στη βόρεια Αφρική.
Κάψα των λιλιιδών.
Το είδος λίλιο το μάρταγο αυτοφύεται σε ημισκιερές και διασοσκεπείς τοποθεσίες των ελληνικών βουνών.
Ο κρίνος της Παναγίας (λίλιο το πάλλευκο), που χρησιμοποιήθηκε ήδη από τους αρχαίους χρόνους για διακοσμητικούς σκοπούς.
Το είδος λίλιο το τίγρινο καλλιεργείται για καλλωπιστικούς σκοπούς.
* * *ο (Μ κρίνος)κοινή ονομασία τού φυτικού γένους λείριο ή λίλιο, που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες και καλλιεργείται ως καλλωπιστικό.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κρίνον (το), με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.